- ερωτοληψία
- η (Μ ἐρωτοληψία) [ερωτόληπτος]νεοελλ.η νοσηρή κατάσταση τού ερωτόληπτου, η ροπή προς τις ερωτικές συγκινήσεις, το να έχει κάποιος υποστεί ερωτοπληξίαμσν.το ερωτικό πάθος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αγγελοπετριά — η 1. πλήγμα από τον άγγελο τού θανάτου, αιφνίδιος, απροσδόκητος θάνατος 2. χτύπημα με πέτρα, πετριά άγνωστης προελεύσεως 3. απροσδόκητο, αναπάντεχο κακό 4. ερωτομανία, ερωτοληψία. [ΕΤΥΜΟΛ. < άγγελος + πετριά] … Dictionary of Greek